αὐτουργική

αὐτουργική
αὐτουργικός
willing
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυτουργικός — αὐτουργικός, ή, όν (Α) [αυτουργός] 1. ο πρόθυμος ή ικανός να εργαστεί με τα ίδια του τα χέρια, ο εργατικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐτουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη του να κατασκευάζει κανείς κάτι πραγματικό και όχι απλό ομοίωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”